Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ (Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΧΜΗΣ)


 Φωτογραφία Εξώφυλλου





ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ, ΜΕΡΟΣ 2ο (ΚΑΖΑΚΗΣ, ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΕΡΑΦΕΙΜΑΚΗΣ, ΠΙΤΙΚΑΡΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ)… ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΤΙΘΕΤΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΞΗΣ:
"Σε περίπτωση επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, αυτό θα χρειαστεί να υποτιμηθεί;
 Αν ναι πόσο;
Στην περίπτωση υποτίμησης δε θα αυξηθεί σημαντικά το κόστος εισαγωγής των διάφορων προϊόντων (πετρέλαιο, φάρμακα, αυτοκίνητα κ.τ.λ.), με αποτέλεσμα την αδυναμία να πραγματοποιούνται αυτές οι εισαγωγές;
Επίσης σε περίπτωση υποτίμησης, δε θα έχουν την ευκαιρία όσοι έβγαλαν τα λεφτά τους έξω να αγοράζουν ότι θέλουν πάμφθηνα;"



Dimitris Kazakis (ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ)
Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει καμιά ευθεία σχέση ανάμεσα στο νόμισμα, στην υποτίμηση και στην αύξηση των τιμών των εισαγομένων. Κατά πρώτον, είναι μέγας μύθος ότι η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος είναι μονόδρομος και ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αυτό για να συμβεί θα πρέπει όλοι οι άλλοι συντελεστές του διεθνούς εμπορίου να είναι σταθεροί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει. Η υποτίμηση του νομίσματος δεν υπήρξε ποτέ τελεσφόρα επιλογή για την ανταγωνιστικότητα. Δεν έχει να δει κανείς την πορεία της παλιάς δραχμής που υπέστη μόνο μέσα στην μεταπολίτευση υποτίμηση περίπου κατά 90%, αλλά η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας με όρους διεθνούς εμπορίου δεν βελτιώθηκε.
Ο λόγος είναι απλός. Η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας εξαρτάται από την θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Εξαρτάται δηλαδή από το αν είναι οικονομία φθηνών υπηρεσιών και εργασίας με όρους εξάρτησης και υποταγής στην διεθνή αγορά, ή αν είναι μια οικονομία παραγωγικής επέκτασης και καινοτομιών με όρους οικονομικής αυτοτέλειας που εξασφαλίζει την ολόπλευρη αξιοποίηση των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων. Επομένως καθοριστικός συντελεστής που εξασφαλίζει την ανταγωνιστική θέση μιας οικονομίας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις είναι η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας με βασικό μοχλό την τεχνολογία παραγωγής και τις εφαρμογές καινοτομιών. Μόνο οικονομίες που αυξάνουν διαρκώς την παραγωγικότητα της εργασίας μπορούν να διεκδικούν καλύτερη διεθνή θέση και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Και για να γίνει αυτό απαιτείται πρώτα και κύρια σοβαρή επένδυση στην ζωντανή εργασία και διαρκή αναβάθμισή της με όρους απολαβών, ειδίκευσης και αξιοποίησης. Σ’ αυτό ακριβώς κρύβεται το κλειδί της ανταγωνιστικότητας.
Η ανταγωνιστικότητα καθορίζεται από την παραγωγικότητα με την οποία μια εθνική οικονομία χρησιμοποιεί τους ανθρώπινους, κεφαλαιουχικούς και των φυσικούς πόρους. Για να κατανοήσουμε την ανταγωνιστικότητα, το σημείο εκκίνησης θα πρέπει να είναι οι αντικειμενικοί πόροι που μπορούν να εξασφαλίσουν την ευημερία σε μια οικονομία. Το επίπεδο ζωής μια χώρας καθορίζεται από την παραγωγικότητα της οικονομίας της, η οποία μετράται με βάση την αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται ανά μονάδα των διαθέσιμων πόρων του. Η παραγωγικότητα εξαρτάται τόσο από την αξία των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγει η οικονομία – η οποία μετράται με βάση τις τιμές που μπορούν να έχουν στις ανοικτές αγορές – και από την αποτελεσματικότητα με την οποία μπορούν να παραχθούν. Η παραγωγικότητα εξαρτάται επίσης από την ικανότητα μιας οικονομίας να κινητοποιήσει τους διαθέσιμους ανθρώπινους πόρους.
Η αληθινή λοιπόν ανταγωνιστικότητα μετράται με την παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα επιτρέπει σε μια οικονομία να υποστηρίξει υψηλούς μισθούς και κοινωνικές απολαβές, με ελκυστικές αποδόσεις κεφαλαίου και ένα σταθερό νόμισμα – και μαζί τους, ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία δεν είναι αυτές καθαυτές οι εξαγωγές ή η εξωστρέφεια της οικονομίας, όπως μας έχουν παραμυθιάσει, αλλά η φύση και η παραγωγικότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε μια συγκεκριμένη οικονομία. Καθαρά τοπικές βιομηχανίες και οικονομικές δραστηριότητες χωρίς εξαγωγικό προσανατολισμό υπολογίζονται επίσης στην ανταγωνιστικότητα, επειδή η παραγωγικότητά τους όχι μόνο παίζει ρόλο στο ύψος των μισθών, αλλά επίσης έχει πολύ σημαντική επίδραση στο κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας γενικά, αλλά και το κόστος ζωής στη χώρα.
Σχεδόν τα πάντα που έχουν σημασία για την ανταγωνιστικότητα. Το επίπεδο των σχολείων και γενικά της παιδείας έχει σημασία, η ανάπτυξη της εγχώριας έρευνας έχει σημασία, η κατάσταση των δικτύων επικοινωνίας και μεταφορών έχει σημασία, η ύπαρξη των υποδομών έχει σημασία, το καταναλωτικό πρότυπο συνολικά της οικονομίας έχει σημασία, η ύπαρξη σχεδίου και γενικά σχεδιασμού για την αξιοποίηση των εγχώριων πόρων έχει μεγάλη σημασία, η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης χωρίς παρενέργειες χρέους και εξάρτησης από το εξωτερικό επίσης έχει τεράστια σημασία. Αυτές και άλλες πτυχές των συνθηκών που συγκροτούν μια εθνική οικονομία βρίσκονται βαθιά ριζωμένες στην πολιτική οργάνωση, στους ανθρώπους και στον πολιτισμό μιας χώρας. Το γεγονός αυτό καθιστά τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μια ιδιαίτερη πρόκληση, διότι δεν υπάρχει μια ενιαία πολιτική, ή ένα μεγάλο άλμα που μπορεί να δημιουργήσει την ανταγωνιστικότητα, μόνο πολλές αλλαγές σε όλους τους επιμέρους τομείς που χρειάζονται αναπόφευκτα χρόνο για να επιτευχθούν. «Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι ένας μαραθώνιος και όχι ένα σπριντ» , λένε οι σοβαροί οικονομολόγοι και δεν έχουν άδικο.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις μιας οικονομίας είναι πώς να δημιουργήσει και κατόπιν να διατηρήσει την δυναμική για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με υποτιμήσεις του νομίσματος, όσο καλά σχεδιασμένες, ή όσο καλές προθέσεις κι αν κρύβουν. Χρειάζεται ριζική αλλαγή των όρων λειτουργίας της οικονομίας. Χρειάζεται να τσακιστεί ο ολιγοπωλιακός και μονοπωλιακός έλεγχος της εσωτερικής και εξωτερικής αγοράς της ελληνικής οικονομίας. Μόνο το τσάκισμα των καρτέλ στο χονδρεμπόριο και στο λιανεμπόριο θα μπορούσε να ρίξει τις τιμές μέχρι και 45% στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τις αποδόσεις των εγχώριων μικρών και μεσαίων παραγωγών δίνοντάς τους το κίνητρο για δραματική αύξηση της παραγωγικότητάς τους. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να δοθεί ώθηση και στην εξαγωγική δραστηριότητα χωρίς να είναι σε βάρος της εσωτερικής αγοράς.
Η ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας στο έδαφος της ντόπιας παραγωγής και στη βάση της εσωτερικής τουριστικής ζήτησης, που εξασφαλίζεται από τις αυξημένες (με όρους εισοδήματος και ελεύθερου χρόνου) δυνατότητες του εγχώριου πληθυσμού για αναψυχή και τουρισμό, διασφαλίζει χαμηλότερες τιμές και αυξανόμενη ποιότητα τουριστικών υπηρεσιών και για την διεθνή τουριστική ζήτηση. Επίσης οι διακρατικές συμφωνίες προγραμματικού ή άλλου χαρακτήρα μπορούν να βελτιώσουν ριζικά τους όρους των διεθνών οικονομικών σχέσεων, εξασφαλίζοντας ανταγωνιστικές τιμές τόσο για τις αναγκαίες εισαγωγές, όσο και για τις εξαγωγές της χώρας.
Με τα παραδείγματα αυτά θέλουμε να δείξουμε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από παρωχημένες λογικές που νομίζουν ότι με υποτίμηση του νομίσματος θα κάνουμε το πρώτο μεγάλο άλμα στην ανταγωνιστικότητα. Κάτι που δεν αληθεύει άλλωστε. Μια τέτοια προβληματική μπορεί να μας καθηλώσει σαν οικονομία σε μια λογική φτηνών προϊόντων και φτηνής εργασίας προκειμένου να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτή την λογική υπηρέτησε η παλιά δραχμή και εξάρτησε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας πρώτα και κύρια από την προσέλκυση κεφαλαίων και τεχνολογίας από το εξωτερικό. Αυτή η λογική μας οδήγησε σε μια διαρκή παραγωγική καχεξία που συνδυαζόταν μόνιμα με πίεση πάνω στα μεροκάματα και τους μισθούς. Δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε τέτοιες λογικές.
Θέλουμε μια οικονομία που να προάγει την καινοτομία και την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην βάση της οικονομικής αυτοδυναμίας. Μπορεί να το πετύχει αυτό η Ελλάδα; Και βέβαια. Αρκεί ένα συγκροτημένο σχέδιο ανάπτυξης έρευνας και τεχνολογίας, οι κατάλληλες υποδομές εκπαίδευσης και έρευνας που αποτελούν χρόνιο αίτημα του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, υψηλές απολαβές στο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, ειδικά εκείνων των ειδικοτήτων που θέλεις κατά προτεραιότητα να αναπτύξεις σαν οικονομία και φυσικά διεθνή δικτύωση με την έρευνα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η Ελλάδα έχει όλα τα προσόντα να γίνει το επίκεντρο της επιστημονικής και ερευνητικής προσπάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο αν σκεφτεί κανείς ότι χαρακτηρίζεται από την διεθνή επιστημονική κοινότητα ως γεωφυσικό εργαστήριο της φύσης, ότι διαθέτει εξαιρετικές υποδομές για την ανάπτυξη τεχνολογιών αιχμής στις αγροτικές μεθόδους ανάπτυξης σε απόλυτη – όσο αυτό είναι δυνατό – σύμπνοια με το φυσικό περιβάλλον, ότι μπορεί να αποτελέσει το safe heaven για την κοινωνία της πληροφορικής με την ελεύθερη ανάπτυξη ανοιχτού λογισμικού και ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, ότι διαθέτει ήδη το επιστημονικό δυναμικό που έχει πρωτοπορήσει σε μια σειρά μηχανικές, χημικές, βιοχημικές, κοκ, εφαρμογές, αλλά οι πατέντες του δεν βρίσκουν καμιά ανταπόκριση. Εξασφαλίζοντας ένα απόλυτα φιλικό περιβάλλον για επιστημονική ανάπτυξη και έρευνα, υψηλές απολαβές και ένα κράτος που ενδιαφέρεται όσο κανένα άλλο για R&D, τότε θα αποκτήσουμε μια οικονομία πολύ υψηλής παραγωγικότητας. Άλλωστε, όπως ορθώς λένε πολλοί, η βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας είναι η γνώση.
Αυτή πρέπει να είναι η βασική μας κατεύθυνση από την πρώτη κιόλας στιγμή. Έτσι αυτό που θα μας έδινε μια μεγάλη ώθηση και στην ανταγωνιστικότητα δεν είναι η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος, αλλά η ριζική αλλαγή των όρων και των πλαισίων της οικονομίας. Μην ξεχνάμε ότι θα χρειαστούμε, κάτω από τις καλύτερες προϋποθέσεις, τουλάχιστον 6 μήνες μέχρι να είμαστε σε θέση να εισάγουμε το νέο εθνικό νόμισμα. Το τελευταίο λοιπόν που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι σε τι ισοτιμία θα εισαχθεί το νέο εθνικό νόμισμα. Κανείς δεν γνωρίζει αν θα υπάρχει ευρώ μετά από αυτό το μεταβατικό διάστημα για να καθορίσουμε την ισοτιμία του νέου εθνικού νομίσματος μ’ αυτό, ούτε καν αν θα μας συμφέρει να το κάνουμε ακόμη αν ακόμη υπάρχει και διατηρείται σ’ αυτά τα συναλλαγματικά επίπεδα.
Στο μεταβατικό διάστημα θα πρέπει να πάρουμε ορισμένα πολύ άμεσα μέτρα:
1. Την εθνικοποίηση της Τραπέζης της Ελλάδος και των μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών που έχουν τραβήξει την περισσότερη ρευστότητα από το ευρωσύστημα. Γιατί αυτό; Για να αφήσουμε το τραπεζικό σύστημα να χρεοκοπήσει με ασφάλεια για τις καταθέσεις και την οικονομία της χώρας. Με την χρεοκοπία του θα δοθεί η δυνατότητα να ανοικοδομηθεί από μηδενική βάση χωρίς τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει προς το εξωτερικό, αλλά και με την διαγραφή των οφειλών που έχουν προς αυτό τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίοι.
2. Αποκατάσταση των ζημιών σε εισοδήματα που υπέστησαν μισθωτοί και συνταξιούχοι από την απαρχή των μνημονίων με την επιστροφή μισθών και συντάξεων στο επίπεδο προ της 5ης Μαΐου 2010. Αυτό θα γίνει με την χρήση του ηλεκτρονικού λογιστικού χρήματος των υπό δημόσιο έλεγχο τραπεζών με παράλληλη ενίσχυση με επιδοτούμενα δάνεια λειτουργικού κεφαλαίου για τους μικρομεσαίους και επαγγελματίες.
3. Την επιβολή ελέγχου στην κίνηση του κεφαλαίου. Με αυτόν τρόπο θα σταματήσει η αιμορραγία που τυραννά την ελληνική οικονομία και της στερεί τεράστιους χρηματικούς πόρους από το εσωτερικό της. Με τις τράπεζες εθνικοποιημένες θα σταματήσει και το πλυντήριο μαύρου χρήματος για το οποίο φημίζεται διεθνώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο έλεγχος της κίνησης κεφαλαίου γίνεται εύκολα από την στιγμή που ελέγχει κανείς το τραπεζικό σύστημα και έχει να κάνει με την επιλεκτική φορολόγηση των κεφαλαίων που οδεύουν προς το εξωτερικό, ή έρχονται από το εξωτερικό. Αφορολόγητα κέρδη, μερίσματα, τόκοι και επενδύσεις σε τίτλους στο εξωτερικό τέλος. Επίσης όσα κεφάλαια έρχονται από εξωτερικό να κερδοσκοπήσουν με αγορές ακινήτων και περιουσίας θα τους επιβάλλεται υψηλή αποτρεπτική φορολογία, ενώ όσα κεφάλαια κατευθύνονται σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία με όρους νέων θέσεων σταθερής απασχόλησης, ανελαστικών αμοιβών, νέας τεχνολογίας, προστιθέμενης αξίας στην παραγωγή, κοκ, τότε η μεταχείρισή τους πρέπει να είναι ευνοϊκή.
4. Ρητή απαγόρευση όλων των απολύσεων, όπως και η προσφυγή σε καθεστώς πτώχευσης στον ιδιωτικό τομέα. Αν πρόκειται για μικρή επιχείρηση, ελεύθερο επαγγελματία, ή ατομικό παραγωγό, το κράτος θα φροντίσει να μην κλείσει, να μην πτωχεύσει με απευθείας ενίσχυση μέσω εγγυήσεων, ή επιδοτούμενων δανείων. Αν πρόκειται για μεγάλη επιχείρηση και κυρίως για πολυεθνική, τότε θα δίνεται η δυνατότητα να την διαχειριστούν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι με υποστήριξη του κράτους. Ταυτόχρονα θα επιβληθούν ανελαστικά εργασιακά δικαιώματα έτσι ώστε να αναχαιτιστεί η ανεργία, ιδίως των νέων.
5. Άμεση παρέμβαση στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας για προϊόντα και υπηρεσίες. Μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση της οικονομίας και να πάρει μπρος η παραγωγική μηχανή με υποκατάσταση εισαγωγών με εσωτερική παραγωγή, το κράτος θα εξασφαλίσει τον δραστικό περιορισμό όσων εισαγωγών δεν είναι απολύτως αναγκαίες για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας και τις ανάγκες της κοινωνίας. Θα επιβάλλει επίσης ένα επιλεκτικό ανταγωνιστικό προστατευτισμό που θα βασίζεται στην απαγόρευση οποιασδήποτε εισαγωγής πριν εξαντληθεί η εσωτερική παραγωγή, ενώ κατόπιν το προϊόν που θα εισάγεται θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ίδιας ποιότητας και παραγωγικής αξίας με το αντίστοιχο προϊόν εσωτερικής παραγωγής. Μόνο έτσι μπορείς να έχεις ανταγωνισμό με ισότιμους όρους.
6. Για το μεσοδιάστημα μέχρις ότου παραχθεί το νέο εθνικό νόμισμα, θα χρειαστεί να ενισχύσουμε τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας από τα 5, 5 δις ευρώ που είναι σήμερα και αποτελούν κατά κύριο λόγο τον διαθέσιμο νομισματικό χρυσό, σε τουλάχιστον τα διπλάσια. Αυτό μπορεί να γίνει με την δέσμευση του ιδιωτικού χρυσού που υπάρχει σε τράπεζες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ντόπιους και ξένους, αλλά και με την απόσυρση από την νομισματική κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ευρώ και άλλων σκληρών νομισμάτων, όπως το δολάριο. Κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα εφόσον έχει εθνικοποιηθεί το τραπεζικό σύστημα και έχει εισαχθεί στις εσωτερικές συναλλαγές το ηλεκτρονικό λογιστικό χρήμα διαμέσου των τραπεζών.
Φυσικά το κλειδί σε όλα αυτά είναι η γρήγορη επανεκκίνηση της ελληνικής παραγωγής και των επενδύσεων. Αυτό μπορεί να γίνει, αφενός, με τη διάθεση ανοιχτών πιστώσεων για όσους ασχολούνται ή θέλουν να επενδύσουν στην παραγωγή με κριτήριο την προστιθέμενη αξία και τις θέσεις σταθερής απασχόλησης που παράγουν και, αφετέρου, ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων στις παραγωγικές υποδομές της ελληνικής οικονομίας απαλλαγμένο από ημέτερους και μεγαλοκαρχαρίες. Όλα αυτά θα δώσουν μια απότομη ανοδική ώθηση στην οικονομία, τέτοια που όταν το εθνικό νόμισμα τελικά εισαχθεί να σταθεροποιηθεί και να αποκτήσει ισοτιμία χωρίς μεγάλες αναταράξεις.
Άλλωστε η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος δεν θα αφεθεί να καθοριστεί από τις αγορές συναλλάγματος. Η πρόσβαση σ’ αυτό από τους διεθνείς επενδυτές νομισμάτων θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, μιας και το εκδοτικό δικαίωμα θα το έχει αποκλειστικά το κράτος, ενώ την αγοραπωλησία του νομίσματος στο εξωτερικό θα εξαρτάται αποκλειστικά από την εθνικοποιημένη Τράπεζα της Ελλάδος. Από την άλλη οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας θα διαμορφώνονται με ισοτιμίες που δεν θα εξαρτώνται κυρίως από τα παγκόσμια νομίσματα, όπως το δολάριο, ή το ευρώ (αν υπάρχει ακόμη), ή την λίρα, αλλά από ένα καλάθι νομισμάτων των βασικών χωρών με τις οποίες αναπτύσσουμε ταχύτερα τις εμπορικές μας σχέσεις. Στην τελική αυτό που καθορίζει την αξία ενός νομίσματος στην διεθνή αγορά είναι και πάλι η παραγωγικότητα που επιδεικνύει η οικονομία στην οποία αντιστοιχεί.
Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουμε από την πρώτη κιόλας στιγμή μια πραγματική ώθηση στην εσωτερική παραγωγή που είναι η μόνη ικανή για να κάνει την οικονομία ανταγωνιστική με ταυτόχρονη αύξηση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού και κατακόρυφη πτώση των τιμών που το ύψος τους οφείλεται κατά κύριο λόγο στον μονοπωλιακό έλεγχο των εξωτερικών και εσωτερικών αγορών της χώρας από ντόπια και ξένα καρτέλ και οικονομικοπολιτικά κυκλώματα επιχειρηματικών συμφερόντων. 

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου